δισευνος

δισευνος
    δίσευνος
    δίσ-ευνος
    2
    имеющий два ложа, т.е. двух жен или дважды вступивший в брак Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "δισευνος" в других словарях:

  • δίσευνος — δίσευνος, ον (Α) αυτός που έχει δύο συζύγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + ευνή «κρεβάτι»] …   Dictionary of Greek

  • δίσευνος — with two wives masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»